- σηκώτι
- το, Νβλ. συκώτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συκώτι — Βλ. λ. ήπαρ. * * * και σκώτι και σηκώτι και σκότι, το, Ν 1. το ήπαρ 2. φρ. α) «μού πρήξε το συκώτι» i) με στενοχώρησε πολύ ii) με κούρασε με την πολυλογία του β) «θα σού φάω το συκώτι» θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά γ) «έβγαλε τα συκώτια του» είχε… … Dictionary of Greek